εναρκτικός

εναρκτικός
η , όν начальный, относящийся к началу

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εναρκτικός" в других словарях:

  • εναρκτικός — ή, ό (Α ἐναρκτικός, ή, όν) 1. αρχικός, αυτός που σημαίνει έναρξη 2. γραμμ. «εναρκτικά ρήματα» τα παράγωγα ρήματα που σημαίνουν έναρξη τού σημαινόμενου από το πρωτότυπο, π.χ. ηβάσκω (ηβώ), γηράσκω (γηρώ) κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • εναρκτικός — ή, ό ο αρχικός, που ανήκει στην έναρξη: Εναρκτικά ρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐναρκτικόν — ἐναρκτικός inchoative masc acc sg ἐναρκτικός inchoative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έναρχος — ἔναρχος, ον (AM) μσν. αυτός που βρίσκεται στην αρχή, πρώτος, εναρκτικός, που σημειώνει την έναρξη αρχ. 1. αυτός που έχει εξουσία, αρχή, αξίωμα 2. αυτός που βρίσκεται κάτω από εξουσία, υπεξούσιος …   Dictionary of Greek

  • εξοιδίσκομαι — ἐξοιδίσκομαι (Α) εξοιδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Εναρκτικός τ. τού εξοιδώ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»